- διορατική
- διορατικόςclear-sightedfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διορατικῇ — διορατικός clear sighted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορατικός — ή, ό (Α όρατικός, ή, όν) αυτός που έχει ικανότητα να βλέπει αρχ. 1. αυτός που αντιλαμβάνεται με την όραση, με τους οφθαλμούς («οὐκ ἀνῄρει τὸ κατὰ τὸν λόγον καὶ πρόνοιαν ὁρατικοὺς καὶ ἀκουστικοὺς γεγονέναι», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή… … Dictionary of Greek
Κούι, Σεζάρ Αντόνοβιτς — (Cesar Antonovich Cui,Βίλνιους, Λιθουανία 1835 – Αγία Πετρούπολη 1918). Ρώσος συνθέτης, γαλλο λιθουανικής καταγωγής. Από πατέρα Γάλλο και μητέρα Λιθουανή, συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Αγία Πετρούπολη, όπου κατόπιν έγινε καθηγητής της… … Dictionary of Greek
Φρις, Μαξ — (Frisch, Ζυρίχη 1911 – 1991). Ελβετός θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος. Σπούδασε αρχιτεκτονική, άρχισε από το 1934 να γράφει άφθονα πεζογραφήματα, αλλά μόνο έπειτα από 20 χρόνια απέκτησε τη διεθνή αναγνώριση με τον Stiller (1954), αθρωπιστικό… … Dictionary of Greek